Ήμουν πτώμα, παρόλα αυτά συνέχισα να περπατάω... Σου δίνει απίστευτη δύναμη η απώλεια τελικά. Δεν το περίμενα. Η κηδεία διήρκεσε λίγο, δυσανάλογα λίγο σε σχέση με το μέγεθος του ανθρώπου που αποχώρησε. Για μένα και γι' αυτούς που συγκεντρώθηκαν τέλος πάντων. Μάζεψα τους λίγους και εκλεκτούς συνοδούς μου και κατευθυνθήκαμε στο πλησιέστερο μπαρ να γίνουμε χάλια. Το "πλησιέστερο" είναι μεγάλη κουβέντα, διανύσαμε μια απόσταση αρκετών χιλιομέτρων περπατώντας μέχρι να σκάσει η πρώτη μπύρα και μαζί της μια διόλου ευκαταφρόνητη ποσότητα λήθης.
Η συζήτηση περιστράφηκε, δικαίως ομολογουμένως, γύρω από τον εκλειπώντα και τον αντίκτυπο που είχε αυτή του η απόφαση να εγκαταλείψει τα εγκόσμια, σα να το επέλεξε ένα πράμα. Αρχίδια. Συνέχισα να πίνω, χωρίς να δίνω ιδιαίτερη σημασία, δεν είχα καμία όρεξη να συμμετέχω. Η μιζέρια σταδιακά άρχισε να μετατρέπεται σε ένα είδος κλαυσίγελου, δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω αλλιώς, την ώρα δε που οι ευχάριστες αναμνήσεις άρχισαν να παίρνουν τη θέση των δυσάρεστων, το δεύτερο συνθετικό της λέξης που χρησιμοποίησα, ίσως και λανθασμένα, παραπάνω, έγινε εντονότερο. Δεν πέρασε και πολύ ώρα, που το γέλιο σκέπασε τη θλίψη εντελώς... Κάτι πρέπει να είχανε τα ποτά... Σηκώθηκα αργά και κατευθύνθηκα προς την τουαλέτα...
Στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη, έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου και έμεινα να με κοιτάω. Έδειχνα εμφανώς καταβεβλημένος, δεν ήταν και λίγο όλο αυτό, παρόλα αυτά δεν μπορούσα να αποστρέψω το βλέμμα μου από την αντανάκλασή μου. Σα να έψαχνα κάποιου είδους επιβεβαίωση, "ξεκόλλα, μαλάκα, είσαι ακόμα εδώ εσύ", αυτή ήταν η αλήθεια, έπρεπε μόνο να πείσω και τον εαυτό μου.
Τώρα τα γέλια τους ακουγόταν πιο δυνατά, ανακατεύτηκα, χωρίς να τους κατηγορώ, δεν μπορώ να κρίνω πως αντιμετωπίζει κανείς τον πόνο, άρχισα να ξερνάω στο νιπτήρα. Με βία. Έριξα ακόμα μια ματιά στον καθρέφτη. Τα μάτια μου ήταν κατακόκκινα και το δέρμα μου κάτασπρο. Τώρα έδειχνα πραγματικά σαν "τεθλιμμένος συγγενής"... Χαμογέλασα και κατευθύνθηκα προς την έξοδο.
Με το που έσκασα έξω και γύρισαν οι υπόλοιποι, στη θέα μου πάγωσαν. Κατά τα φαινόμενα δεν είχα σημαδέψει καλά, με αποτέλεσμα τα ρούχα μου να είναι από πάνω μέχρι κάτω στα ξερατά... Απτόητος, κάθησα στην ίδια καρέκλα που ήμουν και πριν και άναψα τσιγάρο. Οι υπόλοιποι άρχισαν να πληρώνουν και να αποχωρούν μάλλον ενοχλημένοι από το θέαμα και την οσμή. Ήπια μια γουλιά απ' το ποτό μου. Δεν είχα σκοπό να φύγω πριν νυχτώσει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου