Δεν ξέρω πόσα τσιγάρα χρειάστηκαν. Ήμουν σ' αυτή την αίθουσα αναμονής καμιά ώρα, σα βδομάδα μου φάνηκε. Σε κάποια φάση βγήκε ο αφεντικάρας, "λυπάμαι", μου λέει, "πρέπει ν' αποφασίσεις αν θες να συνεχίσεις". Τι σήμαινε αυτό; Ν' αποφασίσω; Εγώ; Από 'μένα εξαρτάται; Για να σκεφτώ λίγο... "Ναι, θέλω". "Ωραία, θα πρέπει να κάνεις, λοιπόν..." κι άρχισε να λέει και να μη σταματάει πουθενά. Ακόμα ένας συμβιβασμός, σκέφτηκα... Γιατί; Για την πουτάνα την αυτοσυντήρηση. "Εντάξει...", "Σε όλα;", "Σε όλα...".
Βγήκα έξω. Η γραμματέας μου 'σκασε ένα χαμόγελο. Ήμουν πάντα αγαπητός στο προσωπικό. Και σε 'μένα ήταν, ιδίως όταν φορούσε κοντές φούστες, όπως εκείνη τη στιγμή. Κάθισα στο γραφείο μου. Ξανασηκώθηκα και κατέβηκα στην είσοδο. Άναψα ένα τσιγάρο. Άρχισα να σκέφτομαι πόσο από τον προσωπικό μου χρόνο έπρεπε να θυσιάσω μόνο και μόνο για να διατηρήσω μια σταθερή ροή χρήματος στις τσέπες μου, πόση από τη ζωή μου έπρεπε να δώσω σε ένα μάτσο μαλάκες με αντάλλαγμα τί;
Έριξα μια ματιά στην ώρα. Μου έμενε κάνα πεντάωρο μέχρι τη λήξη της βάρδιας. Γάμησέ τα... Ανέβηκα τις σκάλες. Είχα δουλειά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου